κουδουνάτος

κουδουνάτος
η , ο
1) с колокольчиком, имеющий колокольчик, колокольчики; 2) см. κουδουναραίος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κουδουνάτος" в других словарях:

  • κουδουνάτος — η, ο [κουδούνι] 1. αυτός που έχει κρεμασμένα πάνω του κουδούνια 2. μεταμφιεσμένος, μασκαράς …   Dictionary of Greek

  • κουδουνάτος — η, ο 1. αυτός που έχει κουδούνια. 2. ο μεταμφιεσμένος, μασκαράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζαμάλι — το, Ν μεταμφιεσμένος που έχει κουδούνια, ο κουδουνάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ., πιθ. αραβικής προελεύσεως (πρβλ. τζαμάλα, η), «αποκριάτικη φωτιά» στη διάλεκτο τών Ιωαννίνων)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»